Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. fact [βρετ fakt, αμερικ fækt] ΟΥΣ
1. fact (accepted thing):
2. fact U (truth):
3. fact (thing which really exists):
II. in fact, as a matter of fact ΕΠΊΡΡ
III. fact [βρετ fakt, αμερικ fækt]
fact-finding [βρετ ˈfaktfʌɪndɪŋ, αμερικ ˈfækt ˌfaɪndɪŋ] ΕΠΊΘ
fact-finding mission, trip, tour:
fact sheet ΟΥΣ
fact-finding committee ΟΥΣ
-
- ressortir [qc]
στο λεξικό PONS
fact [fækt] ΟΥΣ
fact sheet ΟΥΣ
fact-checker ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.