στο λεξικό PONS
I. hart <härter, härteste> [hart] ΕΠΊΘ
1. hart:
4. hart ΦΩΤΟΓΡ, ΤΈΧΝΗ, ΜΟΥΣ:
5. hart (vehement, verbissen):
7. hart (brutal):
8. hart (abgehärtet, robust):
10. hart:
11. hart (schwer zu ertragen):
ιδιωτισμοί:
II. hart <härter, härteste> [hart] ΕΠΊΡΡ
1. hart (nicht weich):
2. hart (heftig):
3. hart (rau):
4. hart (streng):
6. hart (unmittelbar):
ιδιωτισμοί:
Nuss <-, Nüsse> [nʊs, πλ ˈnʏsə], Nußπαλαιότ ΟΥΣ θηλ
ιδιωτισμοί:
Wäh·rung <-, -en> [ˈvɛ:rʊŋ] ΟΥΣ θηλ
Här·te <-, -n> [ˈhɛrtə] ΟΥΣ θηλ
3. Härte kein πλ (Robustheit):
5. Härte kein πλ:
Wah·rung <-> [ˈva:rʊŋ] ΟΥΣ θηλ kein πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.