vio·lent [ˈvaɪələnt] ΕΠΊΘ
1. violent (brutal):
2. violent (powerful):
non-ˈvio·lent ΕΠΊΘ αμετάβλ
non-violent protest:
- non-violent
-
- non-violent resistance
-
-
- violent
- Gewalttäter(in)
- violent criminal
-
- violent measure
-
- violent crime
- Gewaltverbrecher(in)
- violent criminal
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.