στο λεξικό PONS
Scha·le1 <-, -n> [ˈʃa:lə] ΟΥΣ θηλ
1. Schale (Nussschale):
- Schale
-
2. Schale (Fruchtschale):
Schale ΟΥΣ
- Schale θηλ ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Schale
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.