στο λεξικό PONS
maß [ma:s] ΡΉΜΑ
maß παρατατ von messen
I. mes·sen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
1. messen (Ausmaß oder Größe ermitteln):
Maß1 <-es, -e> [ma:s] ΟΥΣ ουδ
1. Maß (Einheit):
2. Maß:
3. Maß usu πλ (Messgröße):
4. Maß (Grad):
5. Maß (Mäßigung):
ιδιωτισμοί:
Mas·se <-, -n> [ˈmasə] ΟΥΣ θηλ
3. Masse (große Anzahl):
Mil·li·me·ter <-s, -> [mɪliˈme:tɐ] ΟΥΣ αρσ o ουδ
-
- millimetre [or αμερικ -er]
in1 [ɪn] ΠΡΌΘ
1. in +δοτ (darin befindlich):
2. in +αιτ (hin zu einem Ziel):
3. in +δοτ (innerhalb von):
4. in +αιτ (bis zu einer Zeit):
5. in +αιτ o δοτ (Verweis auf ein Objekt):
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.