στο λεξικό PONS
I. most [məʊst, αμερικ moʊst] ΑΝΤΩΝ
1. most (largest quantity):
2. most pl (the majority):
3. most (best):
II. most [məʊst, αμερικ moʊst] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. most (greatest in amount, degree):
2. most (majority of, nearly all):
III. most [məʊst, αμερικ moʊst] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. most (forming superlative):
3. most (to the greatest extent):
most-fa·voured ˈna·tion ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
- [most] unsatisfactory
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
most-favo(u)red-nation clause ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
most important source of earnings ΟΥΣ ΤΜΉΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.