στο λεξικό PONS
op·ti·mis·tic [ˌɒptɪˈmɪstɪk, αμερικ ˌɑ:ptəˈ-] ΕΠΊΘ
- irrepressibly optimistic
-
- to be unfailingly cheerful/optimistic/polite
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.