στο λεξικό PONS
Um·zug <-(e)s, -züge> ΟΥΣ αρσ
1. Umzug (das Umziehen):
- Umzug
-
2. Umzug (gemeinsames Umherziehen):
- Umzug
-
- Umzug
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Umzug ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
- Umzug
-
-
- Umzug
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.