στο λεξικό PONS
U <pl -'s> [ju:], u [ju:] ΟΥΣ
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
U1 [ju:] ΟΥΣ βρετ (for general audience)
U2 [ju:] ΟΥΣ
U ΧΗΜ συντομογραφία: uranium
- U
- U <-, ->
ura·nium [jʊəˈreɪniəm, αμερικ jʊˈ-] ΟΥΣ no pl ΧΗΜ, ΦΥΣ
U3 [ju:] αμερικ, αυστραλ οικ
U συντομογραφία: university
- U
-
I. uni·ver·sity [ˌju:nɪˈvɜ:səti, αμερικ -nəvɜ:rsət̬i] ΟΥΣ
II. uni·ver·sity [ˌju:nɪˈvɜ:səti, αμερικ -nəvɜ:rsət̬i] ΟΥΣ modifier
university (campus, lecturer, library, professor, student, town):
U4 [ju:] ΕΠΊΘ αμετάβλ βρετ, αυστραλ dated
U-turn [ˈju:tɜ:n, αμερικ -tɜ:rn] ΟΥΣ
1. U-turn (of a car):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
U.S. Treasury ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
euro I.O.U. ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
U.S. route αμερικ ΥΠΟΔΟΜΉ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.