στο λεξικό PONS
I. plain [pleɪn] ΕΠΊΘ
1. plain:
2. plain (uncomplicated):
3. plain (clear):
4. plain προσδιορ, αμετάβλ (sheer):
5. plain (unattractive):
II. plain [pleɪn] ΕΠΊΡΡ
ˈflood plain ΟΥΣ ΓΕΩΓΡ
plain ˈchoco·late ΟΥΣ no pl
plain ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
plain vanilla phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
plain vanilla swap ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
coastal plain
Polish Plain ΟΥΣ
Hungarian Plain ΟΥΣ
European Plain ΟΥΣ
East European Plain ΟΥΣ
Gulf-Atlantic Coastal Plain ΟΥΣ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.