στο λεξικό PONS
most-fa·voured ˈna·tion ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
fa·voured, αμερικ fa·vored [ˈfeɪvəd, αμερικ -ɚd] ΕΠΊΘ
2. favoured (privileged):
I. most [məʊst, αμερικ moʊst] ΑΝΤΩΝ
1. most (largest quantity):
2. most pl (the majority):
3. most (best):
II. most [məʊst, αμερικ moʊst] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. most (greatest in amount, degree):
2. most (majority of, nearly all):
III. most [məʊst, αμερικ moʊst] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. most (forming superlative):
2. most τυπικ (extremely):
3. most (to the greatest extent):
na·tion [ˈneɪʃən] ΟΥΣ
1. nation (country, state):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
most-favo(u)red-nation clause ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- mosquito repellent
- moss
- Mossad
- moss animals
- Mossi
- most-favoured nation
- most important source of earnings
- mosting
- mostly
- mot
- motard