στο λεξικό PONS
sich [zɪç] ΑΝΤΩΝ αυτοπ
1. sich im αιτ:
2. sich im δοτ:
3. sich πλ (einander):
4. sich unpersönlich:
5. sich mit Präposition:
In-sich-Pro·zess <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
II. mich [mɪç] ΑΝΤΩΝ αυτοπ
ich <γεν meiner, δοτ mir, αιτ mich> [ɪç] ΑΝΤΩΝ πρόσ
du <γεν deiner, δοτ dir, αιτ dich> [ˈdu:] ΑΝΤΩΝ πρόσ
1. du 2. πρόσ ενικ:
2. du ποιητ:
- sich αιτ erdreisten
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- (sich) adaptieren
-
- sich zusammendrängen
-
- (sich) vervierfachen
-
- sich unterscheiden
-
- sich fortpflanzen
-
- (sich) verdoppeln
-
- sich überschlagen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.