στο λεξικό PONS
I. straight [streɪt] ΟΥΣ
II. straight [streɪt] ΕΠΊΘ
1. straight (without curve):
2. straight advice, denial, refusal:
3. straight αμετάβλ οικ (conventional):
4. straight (heterosexual):
5. straight:
6. straight (simply factual):
7. straight (clear, uncomplicated):
8. straight προσδιορ, αμετάβλ (consecutive):
9. straight οικ:
11. straight οικ (no drugs or alcohol):
12. straight κατηγορ:
III. straight [streɪt] ΕΠΊΡΡ
1. straight (in a line):
2. straight αμετάβλ (directly):
3. straight αμετάβλ (immediately):
4. straight οικ (honestly):
debt [det] ΟΥΣ
2. debt ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. debt no pl (state of owing):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
straight debt ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.