Klar·heit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Klarheit (Deutlichkeit):
- Klarheit
-
2. Klarheit (Reinheit):
- Klarheit
-
-
- Klarheit θηλ <-, -en>
-
- Klarheit θηλ <-, -en>
-
- gedankliche Klarheit
-
- Klarheit θηλ <-, -en>
-
- Klarheit θηλ <-, -en>
-
- Klarheit θηλ <-, -en>
-
- Klarheit θηλ <-, -en>
-
- Klarheit θηλ <-, -en>
-
- Klarheit θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.