στο λεξικό PONS
late de·ˈvel·op·er ΟΥΣ βρετ
 
  
  
  
 de·vel·op·er [dɪˈveləpəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. developer ΨΥΧ:
2. developer:
3. developer ΦΩΤΟΓΡ:
I. late <-r, -st> [leɪt] ΕΠΊΘ
1. late (behind time):
2. late (in the day):
3. late προσδιορ (towards the end):
4. late προσδιορ arts, ΜΟΥΣ:
5. late προσδιορ (former):
6. late προσδιορ (deceased):
II. late <-r, -s> [leɪt] ΕΠΊΡΡ
1. late (after the expected time):
2. late (at an advanced time):
3. late (recently):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- latching
- latchkey
- latchkey child
- late
- late-
- late developer
- late interest
- lately
- late-model car
- latency
- lateness
