στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
First World [βρετ, αμερικ ˌfərst ˈwərld] ΟΥΣ, First World countries
world [βρετ wəːld, αμερικ wərld] ΟΥΣ
1. world (planet):
2. world (group of people):
3. world (section of the earth):
4. world (person's environment):
I. first [βρετ fəːst, αμερικ fərst] ΠΡΟΣΔΙΟΡ
1. first (of series, group):
2. first (in phrases):
II. first [βρετ fəːst, αμερικ fərst] ΑΝΤΩΝ
1. first (of series, group):
3. first (initial moment):
4. first (beginning):
5. first (new experience):
III. first [βρετ fəːst, αμερικ fərst] ΟΥΣ
IV. first [βρετ fəːst, αμερικ fərst] ΕΠΊΡΡ
1. first (before others):
2. first (at top of ranking):
3. first (to begin with):
4. first (for the first time):
V. first [βρετ fəːst, αμερικ fərst]
στο λεξικό PONS
world [wɜ:rld] ΟΥΣ
1. world ΓΕΩ:
2. world (defined group):
ιδιωτισμοί:
I. first [fɜ:rst] ΕΠΊΘ
II. first [fɜ:rst] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.