στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. leader [ˈlider] ΕΠΊΘ αμετάβλ
leader regione, azienda:
- leader
-
II. leader <πλ leader> [ˈlider] ΟΥΣ αρσ θηλ
- leader ΕΜΠΌΡ, ΠΟΛΙΤ, ΑΘΛ
- leader
- indiscusso campione, leader
-
- indiscusso campione, leader
-
- indiscusso campione, leader
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.