στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. Muslim [βρετ ˈmʊzlɪm, ˈmʊslɪm, ˈmʌzlɪm, αμερικ ˈməzləm, ˈmʊzləm], Moslem [ˈmɒzləm] ΕΠΊΘ
-  Muslim
-  
-  practising Christian, Muslim
-  
-  predominantly Muslim, female, Italian-speaking
-  
 
  
 -  
-  Muslim
-  musulmano (musulmana)
-  Muslim
-  
-  non-practising Muslim
-  
-  practising Muslim βρετ
-  
-  practicing Muslim αμερικ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
