στο λεξικό PONS
Ab·schlag <-(e)s, -schläge> ΟΥΣ αρσ
1. Abschlag (Preisnachlass):
2. Abschlag (Vorschuss):
Zah·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
2. Zahlung (das Bezahlen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Abschlag ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
S/N ΟΥΣ θηλ
S/N συντομογραφία: Spot Next ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Spot Next ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.