στο λεξικό PONS
I. torn [tɔ:n, αμερικ tɔ:rn] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ
torn μετ παρακειμ: tear
II. torn [tɔ:n, αμερικ tɔ:rn] ΕΠΊΘ κατηγορ (unable to choose)
I. tear1 [tɪəʳ, αμερικ tɪr] ΑΝΑΤ ΟΥΣ
1. tear (watery fluid):
I. tear2 [teəʳ, αμερικ ter] ΟΥΣ (split, hole)
II. tear2 <tore, torn> [teəʳ, αμερικ ter] ΡΉΜΑ μεταβ (to rip, injure, shatter)
2. tear μτφ (disrupt):
3. tear (injure):
4. tear μτφ (shatter):
III. tear2 <tore, torn> [teəʳ, αμερικ ter] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. tear (rip):
2. tear μτφ οικ (rush):
3. tear (pull):
I. tear1 [tɪəʳ, αμερικ tɪr] ΑΝΑΤ ΟΥΣ
1. tear (watery fluid):
I. tear2 [teəʳ, αμερικ ter] ΟΥΣ (split, hole)
II. tear2 <tore, torn> [teəʳ, αμερικ ter] ΡΉΜΑ μεταβ (to rip, injure, shatter)
2. tear μτφ (disrupt):
3. tear (injure):
4. tear μτφ (shatter):
III. tear2 <tore, torn> [teəʳ, αμερικ ter] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. tear (rip):
2. tear μτφ οικ (rush):
3. tear (pull):
tear off ΡΉΜΑ μεταβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.