στο λεξικό PONS
I. Aus·trian [ˈɒstriən, αμερικ ˈɑ:-] ΟΥΣ
1. Austrian (person):
- Austrian
-
2. Austrian (language):
- Austrian
-
II. Aus·trian [ˈɒstriən, αμερικ ˈɑ:-] ΕΠΊΘ
- Austrian
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Austrian Coinage Act ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Austrian traded index ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.