στο λεξικό PONS
Stoff <-[e]s, -e> [ʃtɔf] ΟΥΣ αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Anreicherung eines schwer bis nicht abbaubaren Stoffes (durch sein Durchlaufen der auf einanderfolgenden Nahrungsebenen wie z.B. DDT)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.