στο λεξικό PONS
I. un·be·grenzt [ˈʊnbəgrɛntst] ΕΠΊΘ
II. un·be·grenzt [ˈʊnbəgrɛntst] ΕΠΊΡΡ
Zeit <-, -en> [tsait] ΟΥΣ θηλ
1. Zeit (Ablauf):
2. Zeit (Zeitraum):
- jdn auf Zeit beschäftigen [o. einstellen]
-
- Zeit raubend [o. zeitraubend]
-
- Zeit sparend [o. zeitsparend]
-
3. Zeit (Zeitpunkt):
4. Zeit (Uhrzeit):
5. Zeit:
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unbegrenzte Laufzeit phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- unbefristet
- unbefristete Bürgschaft
- unbefugt
- Unbefugte Unbefugter
- unbegabt
- unbegrenzte Laufzeit
- unbegründet
- unbehaart
- Unbehagen
- unbehaglich
- unbehaust