στο λεξικό PONS
I. un·be·fris·tet [ˈʊnbəfrɪstət] ΕΠΊΘ
II. un·be·fris·tet [ˈʊnbəfrɪstət] ΕΠΊΡΡ
Bürg·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
1. Bürgschaft (gegenüber Gläubigern):
2. Bürgschaft (Haftungssumme):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unbefristete Bürgschaft phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
unbefristet ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Bürgschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- unbeeinflussbar
- unbeeinflusst
- unbefahrbar
- unbefangen
- Unbefangenheit
- unbefristete Bürgschaft
- unbefugt
- Unbefugte Unbefugter
- unbegabt
- unbegehbar
- unbeglichen