στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. hard [βρετ hɑːd, αμερικ hɑrd] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
I. hard [hɑ:rd] ΕΠΊΘ
1. hard (firm, rigid, hostile, unkind):
2. hard (intense, concentrated):
4. hard (difficult, complex):
7. hard (solid):
- hard evidence
-
8. hard fact:
II. hard [hɑ:rd] ΕΠΊΡΡ
1. hard (forcefully):
2. hard (rigid):
3. hard (energetically, vigorously):
4. hard (intently):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.