στο λεξικό PONS
I. heavy [ˈhevi] ΕΠΊΘ
1. heavy (weighty):
2. heavy (intense):
3. heavy (excessive):
4. heavy (severe):
5. heavy (abundant):
6. heavy μτφ (oppressive):
7. heavy (difficult):
8. heavy:
10. heavy (clumsy):
-
- schwerfällig <-er, -ste>
11. heavy (strict):
II. heavy [ˈhevi] ΟΥΣ
2. heavy ΘΈΑΤ (character):
heavy-ˈduty ΕΠΊΘ
1. heavy-duty αμετάβλ (strong):
2. heavy-duty οικ:
heavy-ˈfoot·ed ΕΠΊΘ
-
- schwerfällig <-er, -ste>
heavy ˈcream ΟΥΣ no pl αμερικ
heavy-walled ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
heavy metal ion ΟΥΣ
heavy metal sulphide ΟΥΣ
heavy metal sulphate ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.