Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
ver [vɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. ver ΖΩΟΛ:
3. ver Η/Υ:
I. piqué (piquée) [pike] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
piqué → piquer
II. piqué (piquée) [pike] ΕΠΊΘ
2. piqué (marqué):
III. piqué (piquée) [pike] ΟΥΣ αρσ (θηλ) οικ (extravagant)
IV. piqué ΟΥΣ αρσ
2. piqué ΑΕΡΟ:
I. piquer [pike] ΡΉΜΑ μεταβ
1. piquer (blesser):
2. piquer (enfoncer une pointe) personne, bec, aiguille:
3. piquer ΙΑΤΡ:
4. piquer ΜΑΓΕΙΡ:
5. piquer:
6. piquer (parsemer):
7. piquer (irriter):
8. piquer οικ:
9. piquer οικ police:
11. piquer (coudre):
12. piquer (toucher, affecter):
14. piquer (commencer) οικ:
II. piquer [pike] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. piquer (irriter):
2. piquer (exciter les sens):
3. piquer (descendre):
4. piquer (prendre):
III. se piquer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. se piquer (se blesser):
2. se piquer:
3. se piquer (se couvrir de taches):
4. se piquer (par prétention) τυπικ:
IV. piquer [pike]
I. ronger [ʀɔ̃ʒe] ΡΉΜΑ μεταβ
1. ronger (grignoter):
3. ronger μτφ maladie, querelles personne:
στο λεξικό PONS
ver [vɛʀ] ΟΥΣ αρσ
ver [vɛʀ] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.