Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. lot1 [βρετ lɒt, αμερικ lɑt] ΑΝΤΩΝ
1. lot:
2. lot οικ:
3. lot (specific group of people) οικ:
II. lot1 [βρετ lɒt, αμερικ lɑt] ΟΥΣ
1. lot (great deal):
III. lots ΟΥΣ
lots οικ:
IV. lots ΕΠΊΡΡ
lots οικ:
- lots better/more interesting
-
V. a lot ΕΠΊΡΡ
I. fat [βρετ fat, αμερικ fæt] ΟΥΣ
1. fat (in diet):
3. fat (for cooking):
4. fat (in body):
II. fat [βρετ fat, αμερικ fæt] ΕΠΊΘ
1. fat:
2. fat (full, swollen):
3. fat (remunerative):
7. fat (not much) οικ, ειρων:
lot2 [βρετ lɒt, αμερικ lɑt] ΟΥΣ
1. lot:
2. lot αμερικ (piece of land):
3. lot (at auction):
4. lot (decision-making process):
overflow car park βρετ, overflow parking lot αμερικ ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
lot [lɒt, αμερικ lɑ:t] ΟΥΣ
1. lot (much/many):
4. lot (fate):
5. lot (share in a lottery):
6. lot αμερικ, αυστραλ (plot of land):
lot [lat] ΟΥΣ
1. lot (much/many):
5. lot (fate):
6. lot (share in a lottery):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.