Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
lost property βρετ ΟΥΣ
lost property → lost and found
- uncollected mail, luggage, lost property
-
I. lost [βρετ lɒst, αμερικ lɔst, lɑst] ΡΉΜΑ παρελθ ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
lost → lose
II. lost [βρετ lɒst, αμερικ lɔst, lɑst] ΕΠΊΘ
1. lost object, child, animal:
2. lost (wasted, vanished):
3. lost (mystified):
4. lost:
I. lose <απλ παρελθ, μετ παρακειμ lost> [βρετ luːz, αμερικ luz] ΡΉΜΑ μεταβ
1. lose (mislay):
2. lose (be deprived of):
3. lose (miss, waste):
4. lose (be defeated in) (gen):
5. lose:
6. lose (shake off, get rid of):
II. lose <απλ παρελθ, μετ παρακειμ lost> [βρετ luːz, αμερικ luz] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. lose (be defeated):
2. lose (be worse off, deteriorate):
III. to lose oneself in <απλ παρελθ, μετ παρακειμ lost> ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
I. lose <απλ παρελθ, μετ παρακειμ lost> [βρετ luːz, αμερικ luz] ΡΉΜΑ μεταβ
1. lose (mislay):
2. lose (be deprived of):
3. lose (miss, waste):
4. lose (be defeated in) (gen):
5. lose:
6. lose (shake off, get rid of):
II. lose <απλ παρελθ, μετ παρακειμ lost> [βρετ luːz, αμερικ luz] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. lose (be defeated):
2. lose (be worse off, deteriorate):
III. to lose oneself in <απλ παρελθ, μετ παρακειμ lost> ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
I. property [βρετ ˈprɒpəti, αμερικ ˈprɑpərdi] ΟΥΣ
1. property U (belongings):
2. property U (real estate):
3. property C (house):
II. properties ΟΥΣ ουσ πλ
1. properties ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
-
- immobilier αρσ
2. properties ΘΈΑΤ:
-
- accessoires αρσ πλ
στο λεξικό PONS
I. lost [lɒst, αμερικ lɑ:st] ΡΉΜΑ
lost παρελθ, μετ παρακειμ of lose
II. lost [lɒst, αμερικ lɑ:st] ΕΠΊΘ
I. lose <lost, lost> [lu:z] ΡΉΜΑ μεταβ
ιδιωτισμοί:
I. lose <lost, lost> [lu:z] ΡΉΜΑ μεταβ
ιδιωτισμοί:
property [ˈprɒpəti, αμερικ ˈprɑ:pɚt̬i] ΟΥΣ
1. property no πλ (possession):
3. property no πλ (buildings and land):
6. property <-ties> ΘΈΑΤ (prop):
-
- accessoire αρσ
I. lost [last] ΡΉΜΑ
lost παρελθ, μετ παρακειμ of lose
II. lost [last] ΕΠΊΘ
I. lose <lost, lost> [luz] ΡΉΜΑ μεταβ
ιδιωτισμοί:
I. lose <lost, lost> [luz] ΡΉΜΑ μεταβ
ιδιωτισμοί:
property [ˈpra·pər·t̬i] ΟΥΣ
1. property (possession):
3. property (buildings and land):
6. property <-ties> ΘΈΑΤ (prop):
-
- accessoire αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- loser
- losing
- loss
- loss adjuster
- loss-leader
- lost property
- lost sheep
- lost soul
- lot
- Lot-et-Garonne
- loth