Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. concurrent (concurrente) [kɔ̃kyʀɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. concurrent:
2. concurrent (concourant) παρωχ:
II. concurrent (concurrente) [kɔ̃kyʀɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- essouffler ses concurrents μτφ
-
στο λεξικό PONS
I. concurrent(e) [kɔ̃kyʀɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
II. concurrent(e) [kɔ̃kyʀɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- neutraliser concurrent, système
-
-
- concurrents mpl
I. concurrent(e) [ko͂kyʀɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
II. concurrent(e) [ko͂kyʀɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- neutraliser concurrent, système
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.