Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
courage [kuʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
1. courage:
2. courage (énergie):
- courage
-
- époustouflant de courage
-
-
- courage αρσ
-
- courage αρσ
- animal courage
- courage αρσ instinctif
- spunk οικ
- courage αρσ
- courage
- courage αρσ (to do de faire)
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.