Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
grassement [ɡʀɑsmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
1. grassement (généreusement):
3. grassement (vulgairement):
- grassement rire
-
στο λεξικό PONS
grassement [gʀɑsmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
grassement payer:
- grassement
-
grassement [gʀɑsmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
grassement payer:
- grassement
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.