Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. méchant (méchante) [meʃɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. méchant (malveillant):
2. méchant (dangereux):
3. méchant (mauvais) προσδιορ:
4. méchant (grave) προσδιορ:
5. méchant (extraordinaire) οικ:
στο λεξικό PONS
I. méchant(e) [meʃɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. méchant (↔ gentil):
I. méchant(e) [meʃɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. méchant (↔ gentil):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.