Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
horrid [βρετ ˈhɒrɪd, αμερικ ˈhɔrəd] ΕΠΊΘ
2. horrid person:
- horrid
- méchant (to sb avec qn)
3. horrid παρωχ crime, sight:
- horrid
-
- horrible créature, sorcière
- horrid
στο λεξικό PONS
horrid [ˈhɒrɪd, αμερικ ˈhɔ:r-] ΕΠΊΘ
- horrid
-
horrid [ˈhɔr·ɪd] ΕΠΊΘ
- horrid
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.