Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
harsh [βρετ hɑːʃ, αμερικ hɑrʃ] ΕΠΊΘ
1. harsh (severe, cruel):
3. harsh light, colour:
- harsh
-
4. harsh voice, sound:
- harsh
-
6. harsh cloth, fabric:
- harsh
-
- excessively harsh, long, expensive
-
-
- harsh, grating
- implacable répression, réquisitoire, verdict
- harsh
- rauque cri
- harsh
- âpre voix
- harsh
-
- harsh
- rude voix, manières
- harsh
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.