Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
harshly [βρετ ˈhɑːʃli, αμερικ ˈhɑrʃli] ΕΠΊΡΡ
- harshly treat, judge, speak
-
- harshly punish, condemn
-
- sévèrement punir
- harshly
- sévèrement critiquer, juger
- harshly, severely
- rigoureusement punir, traiter
- rigorously, harshly
- durement punir, critiquer, traiter, parler, reprocher
- harshly
στο λεξικό PONS
- crûment éclairer
- harshly
- durement parler, répondre
- harshly
- sévèrement éduquer, juger
- harshly
-
- harshly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.