Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
maxima
maxima → a maxima
I. maximum <πλ maximums ou maxima> [maksimɔm, maksima] ΕΠΊΘ
II. maximum <πλ maximums ou maxima> [maksimɔm, maksima] ΟΥΣ αρσ
1. maximum (limite supérieure):
2. maximum ΜΕΤΕΩΡ:
3. maximum (grande quantité) οικ:
I. maximum <πλ maximums ou maxima> [maksimɔm, maksima] ΕΠΊΘ
II. maximum <πλ maximums ou maxima> [maksimɔm, maksima] ΟΥΣ αρσ
1. maximum (limite supérieure):
2. maximum ΜΕΤΕΩΡ:
3. maximum (grande quantité) οικ:
στο λεξικό PONS
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
maximum admissible
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.