Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
lotissement [lɔtismɑ̃] ΟΥΣ αρσ
1. lotissement (ensemble de parcelles):
- lotissement
- subdivision αμερικ
3. lotissement (morcellement):
- lotissement commercial
-
στο λεξικό PONS
- dégagement d'un appartement, lotissement
-
lotissement [lɔtismɑ͂] ΟΥΣ αρσ (ensemble immobilier)
- lotissement
-
- dégagement d'un appartement, lotissement
-
-
- lotissement αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.