Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. commun|al (communale) <αρσ πλ communaux> [kɔmynal, o] ΕΠΊΘ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
- communal (communale) budget, gestion, ressources
-
- communal (communale) bâtiment
- community αμερικ
- communal (communale) cimetière, fête
-
- un lotissement communal
-
- un lotissement communal
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.