Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. staccato [βρετ stəˈkɑːtəʊ, αμερικ stəˈkɑdoʊ] ΕΠΊΘ
1. staccato ΜΟΥΣ:
- staccato notes, vocals
- staccato
2. staccato (gen):
- staccato gasps, shots
-
II. staccato [βρετ stəˈkɑːtəʊ, αμερικ stəˈkɑdoʊ] ΕΠΊΡΡ
staccato play:
- staccato
- staccato
στο λεξικό PONS
-
- staccato
-
- staccato
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.