Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fourchette [fuʀʃɛt] ΟΥΣ θηλ
2. fourchette (gamme):
- fourchette vulvaire ΑΝΑΤ
- fourchette
I. manier [manje] ΡΉΜΑ μεταβ
1. manier (palper):
2. manier (utiliser):
II. se manier ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.