στο λεξικό PONS
I. fein <feiner, am feinsten> [fain] ΕΠΊΘ
2. fein (vornehm):
3. fein (von hoher Qualität):
5. fein οικ (anständig):
6. fein (scharf, feinsinnig):
7. fein (dezent):
8. fein οικ (erfreulich):
II. fein <feiner, am feinsten> [fain] ΕΠΊΡΡ
1. fein vor επίθ, επίρρ παιδ γλώσσ (hübsch):
Fest <-[e]s, -e> [fɛst] ΟΥΣ ουδ
2. Fest (kirchlicher Feiertag):
Fett <-[e]s, -e> [fɛt] ΟΥΣ ουδ
2. Fett (zum Schmieren):
Fell <-[e]s, -e> [fɛl] ΟΥΣ ουδ
ιδιωτισμοί:
Feld <-[e]s, -er> [felt, πλ ˈfɛldɐ] ΟΥΣ ουδ
1. Feld (offenes Gelände, unbebautes Land):
3. Feld (abgeteilte Fläche):
9. Feld ΦΥΣ:
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bear ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Lendenschnitte auf portugiesische Art ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Cannelloni auf Nizzaer Art ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Kalbsrücken nach Kartäuser Art ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.