στο λεξικό PONS
I. fest <fester, am festesten> [fɛst] ΕΠΊΘ
1. fest (hart, stabil):
2. fest:
3. fest (sicher, entschlossen):
4. fest (unerschütterlich):
5. fest (verbindlich):
7. fest (nicht locker):
9. fest:
II. fest <fester, am festesten> [fɛst] ΕΠΊΡΡ
1. fest (nicht locker):
2. fest (kräftig):
3. fest (mit Nachdruck):
4. fest (dauerhaft):
5. fest (ordentlich):
Fest <-[e]s, -e> [fɛst] ΟΥΣ ουδ
2. Fest (kirchlicher Feiertag):
fest an·ge·stellt, fest·an·ge·stellt ΕΠΊΘ προσδιορ
fest ver·wur·zelt, fest·ver·wur·zelt ΕΠΊΘ προσδιορ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fest ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
fest ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- feste Oberfläche
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.