I. acute [əˈkju:t] ΕΠΊΘ
1. acute (serious):
2. acute (keen):
3. acute (shrewd):
- acute
-
- acute observation
-
II. acute [əˈkju:t] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
- acute
-
ˈacute-an·gled ΕΠΊΘ
- acute-angled
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.