στο λεξικό PONS
 
  
 I. Swiss [swɪs] ΕΠΊΘ
-  Swiss
-  
-  Swiss
-  
Swiss Con·fed·eˈra·tion ΟΥΣ
Swiss ˈarmy knife ΟΥΣ
dot·ted ˈswiss ΟΥΣ no pl αμερικ
-  dotted swiss
-  Tupfenmull αρσ
 
  
 -  
-  Swiss-German
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Swiss Market Index ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  
-  SMI αρσ
Swiss Interbank Clearing ΟΥΣ E-COMM
Swiss Admission Board ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
