I. säu·ber·lich [ˈzɔybɐlɪç] ΕΠΊΘ
- säuberlich
-
I. fein <feiner, am feinsten> [fain] ΕΠΊΘ
2. fein (vornehm):
3. fein (von hoher Qualität):
5. fein οικ (anständig):
6. fein (scharf, feinsinnig):
7. fein (dezent):
8. fein οικ (erfreulich):
II. fein <feiner, am feinsten> [fain] ΕΠΊΡΡ
1. fein vor επίθ, επίρρ παιδ γλώσσ (hübsch):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.