στο λεξικό PONS
ˈcus·toms dues ΟΥΣ πλ
I. due [dju:, αμερικ esp du:] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. due κατηγορ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (payable):
2. due κατηγορ (rightly owing):
3. due κατηγορ (entitled to):
4. due προσδιορ (appropriate):
5. due κατηγορ (expected):
6. due προσδιορ τυπικ:
7. due (because of):
II. due [dju:, αμερικ esp du:] ΟΥΣ
1. due (fair treatment):
2. due (fees):
3. due (debts):
cus·tom [ˈkʌstəm] ΟΥΣ
1. custom (tradition):
2. custom no pl (usual behaviour):
custom ΕΠΊΘ
- custom ΤΕΧΝΟΛ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.