στο λεξικό PONS
clear·ance [ˈklɪərən(t)s, αμερικ ˈklɪr-] ΟΥΣ no pl
1. clearance (act of clearing):
2. clearance (space):
3. clearance ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ:
4. clearance (of customs):
5. clearance ΑΕΡΟ:
cus·tom [ˈkʌstəm] ΟΥΣ
1. custom (tradition):
2. custom no pl (usual behaviour):
custom ΕΠΊΘ
- custom ΤΕΧΝΟΛ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
customs clearance ΟΥΣ handel
customs clearance charge ΟΥΣ handel
clearance ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Liquidation θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.