I. in·ward [ˈɪnwəd, αμερικ -wɚd] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. inward (in-going):
2. inward (incoming):
3. inward ΝΑΥΣ (inbound):
4. inward ΟΙΚΟΝ (import):
-  inward
 -  Eingangs- ειδικ ορολ
 
-  inward
 -  
 
-  inward duty
 -  Eingangszoll αρσ
 
-  inward duty
 -  
 
-  inward trade
 -  Einfuhrhandel αρσ
 
5. inward usu μτφ (internal):
II. in·ward [ˈɪnwəd, αμερικ -wɚd] ΕΠΊΡΡ
-  inward
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.