στο λεξικό PONS
in·quiry ΟΥΣ esp αμερικ
inquiry → enquiry
en·quiry [ɪnˈkwaɪəri, αμερικ enˈ-] ΟΥΣ
1. enquiry (question):
2. enquiry (investigation of facts):
3. enquiry ΝΟΜ:
pub·lic in·ˈquiry ΟΥΣ ΝΟΜ
ˈsta·tus in·quiry ΟΥΣ
court of in·ˈquiry ΟΥΣ ΣΤΡΑΤ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
tax inquiry ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Steuerabfrage θηλ
inquiry format ΟΥΣ E-COMM
account inquiry ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.